- κάλπικος
- -η, -οεπίρρ. -α (λ. τουρκ.)1. κίβδηλος: Το νόμισμά σου είναι κάλπικο.2. δολερός, κατεργάρικος: Είναι κάλπικος χαρακτήρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάλπικος — η, ο (Μ κάλπικος, η, ον) [κάλπης] (για νομίσματα) κίβδηλος, πλαστός, παραποιημένος, ψεύτικος νεοελλ. 1. μτφ. για πρόσ. δολερός, κατεργάρης 2. φρ. α) «κάλπικος παράς» άνθρωπος χωρίς καμιά αξία β) «τόν γνωρίζουν σαν κάλπικη δεκάρα» είναι γνωστός σε … Dictionary of Greek
κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός … Dictionary of Greek
καλπουζάνικος — η, ο [καλπουζάνος] αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε καλπουζάνο*. κίβδηλος, πλαστός, ψεύτικος, κατεργάρικος, κάλπικος. επίρρ... καλπουζάνικα δόλια, με απάτη, με κιβδηλεία … Dictionary of Greek
κατάχρυσος — η, ο (Α κατάχρυσος, ον) 1. καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, χρυσοστόλιστος, χρυσοποίκιλτος 2. αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, πολλά προτερήματα, αξιαγάπητος νεοελλ. αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό,… … Dictionary of Greek
ψεύτικος — η, ο, Ν [ψεύτης] 1. ψευδής, προσποιητός («ψεύτικος όρκος») 2. απατηλός («ψεύτικο δάκρυ») 3. πλαστός («ψεύτικη διαθήκη») 4. τεχνητός («ψεύτικο δόντι») 5. κίβδηλος, κάλπικος (α. «ψεύτικος παράς» β. «ψεύτικο διαμάντι») 6. ανειλικρινής («ψεύτικη… … Dictionary of Greek
κίβδηλος — η, ο 1. νοθευμένος, κάλπικος, πλαστός: Έχει κίβδηλα χαρτονομίσματα. 2. δόλιος, ανειλικρινής: Πρόκειται για κίβδηλο άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νόθος, -α — και η, ο 1. αυτός που γεννιέται από γονείς που δεν είναι νόμιμο ζευγάρι, αλλ. εξώγαμος, μπάσταρδος: Νόθο παιδί. 2. πλαστός, ψεύτικος, κάλπικος: Νόθο σύγγραμμα. 3. μτφ., ασταθής, ανώμαλος, άστατος: Νόθα κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)